- καλαμοῦσθαι
- καλαμόωbindpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλαμώνω — (AM καλαμῶ, όω) [κάλαμος] 1. (κυρίως για κάταγμα τού σκέλους ή τού βραχίονα) περιζώνω, περιδένω με καλάμια 2. (για σιτηρά) (στην αρχ. ως παθ.) αποκτώ, σχηματίζω καλάμι (α. «ἅμα τῷ καλαμοῡσθαι», Θεόφρ. β. «τα κριθάρια αρχίζουν να καλαμώνουν»)… … Dictionary of Greek